μακροσκελεῖς

μακροσκελεῖς
μακροσκελής
long-legged
masc/fem acc pl
μακροσκελής
long-legged
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μακρόστιχος — η, ο (AM μακρόστιχος, ον) (για ποίημα, έπος κ.λπ.) αυτός που έχει μακροσκελείς ή πολλούς στίχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + στίχος (πρβλ. δί στιχος, πολύ στιχος)] …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Κορνέιγ, Πιερ — (Pierre Corneille, Ρουέν 1606 – Παρίσι 1684). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Αρχικά σπούδασε σε ένα σχολείο ιησουιτών. Αργότερα ακολούθησε τη νομική επιστήμη, έγινε δικηγόρος και διορίστηκε σε μια δημόσια θέση, στη γενέτειρά του, όπου εργάστηκε για …   Dictionary of Greek

  • Πολέμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αξιωματικός του Μεγάλου Αλέξανδρου. Κατηγορήθηκε για συνωμοσία αλλά τελικά αποκαταστάθηκε. Αργότερα τον συνέλαβε ο Άτταλος, ως οπαδό του Περδίκκα. 2. Φρούραρχος στην πόλη Πηλούσιο της Αιγύπτου, διορισμένος από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”